πογκρόμ

πογκρόμ
Ρωσική λέξη που σημαίνει καταστροφή. Με τη λέξη αυτή χαρακτήριζαν λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον των Εβραίων, που τις προκαλούσε η τσαρική αστυνομία. Γενικά, π. λέγονται οι ομαδικοί διωγμοί των Εβραίων. Πογκρόμ: φωτογραφία του 1938 που δείχνει τις καταστροφές που υπέστησαν καταστήματα Εβραίων στη Φραγκφούρτη μετά από βανδαλισμούς Γερμανών Ναζί (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
1. επίθεση ὁχλου, η οποία έχει την έγκριση ή την ανοχή τών αρχών και στρέφεται εναντίον τής σωματικής ακεραιότητας, τής ζωής και τής περιουσίας τών μελών μιας θρησκευτικής, φυλετικής ή εθνικής μειονότητας
2. αντισημιτικές επιθέσεις που έγιναν στη Ρωσία στα τέλη τού 19ου και στις αρχές τού 20ού αιώνα, και στη Γερμανία, καθώς και στις κατεχόμενες από αυτήν χώρες, κατά τις παραμονές και κατά τη διάρκεια τού Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. pogrom < po- «σαν» + grom «βροντή, μπουμπουνητό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πογκρόμ — το (λ. ρωσ.), άκλ. 1. διωγμός εναντίον μειονοτήτων. 2. διωγμός –από εκείνους που έχουν την εξουσία– των πολιτικών τους αντιπάλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Deport Racism Organization — The Deport Racism Organization (Greek: Κίνηση Απελάστε το Ρατσισμό, sometimes referred to as KAR by its Greek initials), founded in 2007, is an organization of immigrants and Greek citizens against racism and neo fascism. Their aims include the… …   Wikipedia

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”